- βακχούρια
- βακχούρια, τά, Hebr. word in LXX,A = πρωτογεννήματα, Ne.13.31.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βακχούρια — βακχούρια, τα (Α) τα πρώτα γεννήματα και καρποί, οι απαρχές. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη εβραϊκής προελεύσεως] … Dictionary of Greek
βακχουρίοις — βακχούρια neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)